Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οφ
83 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφ το [óf] Ο (άκλ.) : τακτή ημέρα ανάπαυσης εργαζομένου, σε κανονικά εργάσιμη μέρα· ρεπόα: Aύριο πήρα μια μέρα ~.

[λόγ. < αγγλ. off]

[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ίκ(κ)ιν το,
βλ. οφ(φ)ίκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ικάτορας ο· εφ(φ)ικάτορας· ονομ. πληθ. εφφικάτοροι.
  • Ανώτερος αξιωματούχος:
    • οι αφέντες της δύσης εποίκαν ορισμόν εις τους εφφικατόρους τους να ποίσουν μεγάλην αρμάδαν (Μαχ. 21221).

[<ουσ. οφ(φ)ίκιον + κατάλ. ‑άτορας. Ο τ. <ουσ. εφ(φ)ίκιν (βλ. οφ(φ)ίκιον)]

[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ικιάλης ο· αβιτσιάλης· αφ(φ)ιτσιάλλης· οφ(φ)ιτσιάλης· οφ(φ)ιτσιάλλης.
— Βλ. και οφ(φ)ικιάλιος, οφ(φ)ικιάλος.
  • Ανώτερος αξιωματούχος:
    • αφιτσιάλληδες του ρηγάτου (Μαχ. 9220
    • ποίσε αβιτσιάληδες και μοίρασε το ρηγάτον σου εις αυτόν σου και εις αυτόν τους (Μαχ. 2225· 13817).

[<ουσ. οφ(φ)ικιάλιος. Ο τ. οφ(φ)ιτσιάλης (<ιταλ. of(f)iciale ή <βεν. ofizial) στο Somav., λ. οφικκιάλης (οφιτζ‑). Τ. οφισιάλης σε έγγρ. του 15. αι. Τ. 'φ(φ)ικιάλης στο Somav., ό.π. (φικιάλης). Τ. 'φ(φ)ιτσιάλης στο Somav., ό.π. (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius (λ. οφφικιάλιος) και σήμ. κύπρ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ικιάλιος ο· οφ(φ)ισιάλιος· ονομ. πληθ. 'φικιαλίοι.
— Βλ. και οφ(φ)ικιάλης, οφ(φ)ικιάλος.
  • 1) Αξιωματούχος στην υπηρεσία ηγεμόνα ή άρχοντα με πολιτική ή στρατιωτική εξουσία:
    • τα ονόματα των ευγενών των εν τῳ παλατίῳ διαπρεψάντων οφφικιαλίων (Δούκ. 37924
    • επαράλαβεν ο Ρούσος το μπαϊλάτο και άρξετον … ν’ αλλάσσει τους οφφικιαλίους, να βάνει άλλους νέους (Χρον. Μορ. H 7935).
  • 2)
    • α) Κάτοχος εκκλησιαστικού αξιώματος:
      • εισήλθε και ο οικουμενικός πατριάρχης κυρ Ιωσήφ … και οι πρώτοι οφφικιάλιοι της εκκλησίας (Notizb. 85
    • β) (εκκλ.) στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, επίτροπος του επισκόπου με δικαστικές αρμοδιότητες:
      • κρισίματα του οφφισιαλίου ή βικαρίου (Διάτ. Κυπρ. 5091).

[μτγν. ουσ. οφ(φ)ικιάλιος. Ο τ. οφ(φ)ισ‑ <γαλλ. official. Τ. 'φ(φ)ικιάλιος, οφιτσιάλιος και 'φιτσιάλιος σε έγγρ. του 15. αι. Τ. οφιτσάλιος σε έγγρ του 18. αι. Η λ. και σήμ. (οφι‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ικιάλος ο· οφ(φ)ιτσιάλος· 'φ(φ)ικιάλος· 'φ(φ)ιτσάλος· 'φ(φ)ιτσιάλος.
— Βλ. και οφ(φ)ικιάλης, οφ(φ)ικιάλιος.
  • Αξιωματούχος:
    • (Χρον. Μορ. H 7926
    • Άρχοντες και μεγιστάνοι και μεγάλ’ οφφικιάλοι (Πτωχολ. B 98
    • (μεταφ. προκ. για τον «πρωτοκορυφαίο» απόστολο Παύλο):
      • (Καβαλίστας 6).

[<ουσ. οφ(φ)ικιάλιος. Ο τ. οφ‑ (<ιταλ. of(f)iciale) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. 'φ(φ)ικιάλος παλαιότ. ιδιωμ. Ο τ. 'φ(φ)ιτσιάλος και σήμ. ιδιωμ. Τ. οφιτσάλος σε έγγρ. του 18. αι. Τ. ουφ(φ)ιτσιάλος (<ιταλ. uf(f)iciale) σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε έγγρ. του 17. και 19. αι.]

[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ικιάρης ο.
  • Κάτοχος (εκκλησιαστικού) αξιώματος:
    • Περί κριτηρίου κοσμικού, ότι οφφικιάρην ή κληρικόν … δεν κρίνει (Βακτ. αρχιερ. 156).

[<ουσ. οφ(φ)ίκιον + κατάλ. ‑άρης]

[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ικιάρω,
βλ. οφ(φ)ιτσιάρω.
[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ίκιον το· εφ(φ)ίκ(κ)ιν· οφ(φ)ίκιο· οφ(φ)ίκ(κ)ιν· οφ(φ)ίτσιο· οφ(φ)ίτσιον· 'φ(φ)ίκι· 'φ(φ)ίκιν· 'φ(φ)ίκ(κ)ιν· 'φ(φ)ίτσιο(ν)· 'φ(φ)ίτσιον· πληθ. 'φφικία.
  • 1)
    • α) Ανώτερο πολιτικό ή στρατιωτικό αξίωμα που έφεραν διάφοροι ευγενείς και άρχοντες:
      • ο βασιλεύς τῳ του μεγάλου δουκός οφφικίῳ τούτον ετίμησε (Ψευδο-Σφρ. 17232
      • ήλθασι γραφές … να έβγει εκείνος ο τζενεράλης από το οφφίτσιον (Byz. Kleinchron. Á 50520
    • β) αξίωμα εκκληστιαστικό:
      • Περί βαθμών οφφικίων, οπού αναβαίνουσιν πάντα οι κληρικοί (Βακτ. αρχιερ. 140
      • το οφφίκιον … των διακόνων (Χριστ. διδασκ. 410
    • γ) (γενικ.) αξίωμα:
      • όποιος δεν είναι χριστιανός να μη πολιτεύεται, ήγουν οφφίκιον μικρόν ή μέγα να μη λαμβάνει (Νεκτάρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 142).
  • 2) (Συνεκδ.) αυτός που φέρει το αξίωμα, αξιωματούχος:
    • ήλλαξε τα οφφίκια όλα, καστελλάνους και ρεγέντες των κάστρων (Δωρ. Μον. XLII· Μαχ. 7828).
  • 3)
    • α) Επάγγελμα· λειτούργημα:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 288
      • Έζησα χρόνους περισσούς, κερά, εις αυτόν το 'φίκιν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1226
    • β) έργο, καθήκον:
      • εσύ έχε έγνοια το οφίτσιόν σου, ήγουν την υπηρεσίαν σου (Μπερτόλδος 57· Ζήν. Γ́ 193).
  • 4)
    • α) Δημόσια αρχή, θέση, εξουσία:
      • να έχουν (ενν. οι ποπολαροι) … εξουσίαν … εις άπασα οφίτσιο περί της κυβερνήσεως της χώρας (Σουμμ., Ρεμπελ. 183· Μπερτόλδος 40
    • β) δημόσια υπηρεσία (δικαστική, υγειονομική, φοροεισπρακτική):
      • (Βαρούχ. 306‑7
      • οφφίκιον της υγείας (Σεβήρ., Τελ. Σημειώμ. 12830· Μαχ. 62010).

[μτγν. ουσ. οφ(φ)ίκιον (L-S Suppl., λ.‑φ‑). Ο τ. οφ(φ)ίκιο στο Somav. (λ. οφίκκιο) και σήμ. (οφίκιο). Ο τ. οφ(φ)ίτσιο (<ιταλ. of(f)icio) στο Somav., ό.π. (οφίτζιο) και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. οφ(φ)ίτσιον σε έγγρ. του 16. αι. και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. 'φ(φ)ίτσιο στο Somav., ό.π. (φίτζιο) και σήμ. κρητ. Ο τ. 'φ(φ)ίτσιον και σήμ. κυπρ. Τ. οφ(φ)ίκι σήμ. ιδιωμ. (Ζώης) Τ. 'φ(φ)ίκιο στο Somav., ό.π. (φίκκιο) και σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε έγγρ. του 11. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οφ(φ)ικιώνω.
  • Απονέμω σε κάπ. τίτλο ή αξίωμα, αναγορεύω, ανακηρύσσω:
    • ον (ενν. Αλέξιον τον Απόκαυκον) και μέγα δούκαν η βασιλίς οφφικίωσεν (Δούκ. 4319-20).

[<ουσ. οφ(φ)ίκιον + κατάλ. ‑ώνω. Λ. οφφικιούν στο Du Cange (λ. οφφίκιον)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες