Παράλληλη αναζήτηση
239 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ου το [ú] Ο (άκλ.) : αειθαλές δενδρύλλιο με οδοντωτά και αγκαθωτά φύλ λα και μικρούς στρόγγυλους καρπούς κόκκινου χρώματος· αρκουδοπούρναρο: Ένα μπουκέτο με ~ για τα Xριστούγεννα.
[λόγ. < γαλλ. houx]
[Λεξικό Κριαρά]
- ού, σύνδ.
-
- 1) (Διαζευκτικός) ή, είτε:
- (Ασσίζ. 25111, 12)·
- φαίνεταί μου ού πολλά είναι φρόνιμος ού πολλά είναι πελλός (Μαχ. 64012).
- 2) (Σε θέση συμπλεκτικού)
- α) και:
- εγύρεψεν δεξιά ού 'ριστερά και δεν ηύρεν τινάν (Μαχ. 3607 (έκδ. ουριστερά· διόρθ. Χατζηϊωάννου))·
- β) (προσθετικά) ή και:
- κάθα χρόνο εβάλλαν έναν ού δύο δανεικά τους χριστιανούς (Μαχ. 61226)·
- γ) (με προηγ. άρν.) ούτε:
- (Ασσίζ. 11816, 17)·
- εκουσεντιάσαν όλοι οι καβαλλάρηδες … και δεν εδιαφέντεψαν ού με έργον ού με λόγον (Μαχ. 4026).
- α) και:
- 3) (Σε θέση επεξηγ.) δηλαδή:
- ο αμαχευτιός ερεσπιτίασεν την πούλησιν της μούλας, ού του αμαχίου (Ασσίζ. 6428).
[<γαλλ. ou. Η λ. στο Du Cange]
- 1) (Διαζευκτικός) ή, είτε:
[Λεξικό Κριαρά]
- ου (I), μόρ.· όκε· ουκ· ουκί· ουχ· ουχί.
-
- 1)
- α) Δεν:
- ουκί θωρώ πού πάγω (Ch. pop. 34)·
- β) όχι:
- ήλθετε εις την χαράν μου, να φάγετε, να πίετε …, ουχί δε να δικάζεσθε και να γενολογάστεν (Πουλολ. 658)·
- γ) μη:
- Τις να 'τον λιθοκάρδιος τότες, ου να εθρήνα … (Αχιλλ. O 758).
- α) Δεν:
- 2) (Επιτ.)
- α) με προηγ. ή επόμ. το καν = ούτε καν, καθόλου (δεν), σε καμιά περίπτωση (δεν):
- κάστρο … πολλά δυνατό και ου καν φοβείται να παρθεί διά πολέμου (Μηλ., Οδοιπ. 642 (έκδ. ούκαν))·
- β) εκφρ. αδέ, ειδέ, ουδέ καν ου, βλ. καν Εκφρ. 7·
- γ) με επόμ. το μη, βλ. μη 1.
- α) με προηγ. ή επόμ. το καν = ούτε καν, καθόλου (δεν), σε καμιά περίπτωση (δεν):
[αρχ. μόρ. ου. Οι τ. ουκ και ουκί αρχ. και σήμ. ιδιωμ., όπου και άλλοι τ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- ου (II), άρθρο,
- βλ. ο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ου 1 [ú] επιφ. : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής συνήθ. παρατεταμένο [úuu] ως απάντηση για να δηλώσει έντονη κατάφαση, επιδοκιμασία, συμφωνία: Σας άρεσε το φαγητό; - Ούουου, πάρα πολύ. Ήταν καλό το έργο που είδες; - Ούουου, υπέροχο!
[ηχομιμ. (σύγκρ. ελνστ. επιφ. θαυμασμού οὐᾶ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ου 2 επιφ. : το χρησιμοποιεί ο ομιλητής: 1. για έντονη αποδοκιμασία σε λόγο, ανακοίνωση κτλ. κάποιου, συνήθ. παρατεταμένο [úuu] : Δε θέλω (να φωνάζετε) ~. 2. για να διώξει ανεπιθύμητα πρόσωπα δηλώνοντας αγανάκτηση, δυσφορία, έντονη αποδοκιμασία: ~ να (μου) χαθείτε!
[1: αγγλ. (ηχομιμ.)· 2: ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ου 3 μόριο αρνητ. : (απαρχ.) μόνο στις εκφράσεις ~ μπλέξεις*. και ναι και ~, και ναι και όχι. ή ναι ή ~, ή ναι ή όχι.
[λόγ. < αρχ. οὐ (δες στο ουκ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουά [uá] (άκλ.) : (παιδ.) ηχομιμητική λέξη που μιμείται το κλάμα του μωρού.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- ουά, επιφ.
-
- Αλίμονο:
- ουά, το 'μάτιν το ψιλόν τό καταπιάσει ο βάτος (Μαχ. 6706).
[μτγν. επιφ. ουά. Τ. βουά σήμ. ιδιωμ. Η λ. σε χιακά σκωπτικά ανέκδοτα και σήμ. κυπρ.]
- Αλίμονο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουαί [ué] επιφ. : 1. επιτατικό στην εκφορά ~ και αλίμονο: ~ και αλίμονο, αν κρινόταν το μέλλον τους από αυτόν, αλίμονό τους. 2. (απαρχ.) ΦΡ ~ τοις ηττημένοις, αλίμονο στους ηττημένους.
[λόγ. < ελνστ. οὐαί]