Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- οσιότης ‑τητα η.
-
- Σεβασμός του ηθικού νόμου, δικαιοσύνη:
- το δίκαιον ορίζει με οσιότηταν (Ασσίζ. 4518).
[αρχ. ουσ. οσιότης. Η λ. (‑τητα) και σήμ.]
- Σεβασμός του ηθικού νόμου, δικαιοσύνη: