Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρόχειρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μακρόχειρος, επίθ.
  • Που έχει το ένα χέρι μακρύτερο από το άλλο, παρων. του Αρταξέρξη του Ά:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 212v).

[<μτγν. επίθ. μακρόχειρ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες