Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λις
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
λισγάριον το.
  • Είδος σκαπτικού εργαλείου·
    • (εδώ) μονάδα μήκους περίπου 25 εκ., που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του βάθους ορυγμάτων:
      • ο τράφος έχει … βάθος λισγάρια δ́ (Metrol. 1269).

[<ουσ. λίσγος (Du Cange, Lampe, ‑ον) + κατάλ. άριον. Τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. Τ. ‑ι(ο)ν τον 8. αι. (PL 77. 246C, D· πβ. Steph., ‑ιον) και σήμ. ποντ. (‑ιν)· πβ. τ. λισκάριν σε έγγρ. του 12. αι. Η λ. σε σχόλ. και στη Σούδα]

[Λεξικό Κριαρά]
λίσγαρος ο.
  • Λισγάρι (μεγεθ.):
    • (Σπανός Β 115).

[<ουσ. λισγάριον + κατάλ. ‑ος]

[Λεξικό Κριαρά]
λίσγευμα το.
  • Σκάμμα, τάφρος, χαντάκι:
    • (Metrol. 1261, 4).

[<λισγεύω (ποντ.) + κατάλ. ‑μα. Τ. λίσκεμα σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λίστα η [lísta] Ο25 : (οικ.) πίνακας με ονόματα ή πράγματα που ανήκουν σε μια ομάδα· κατάλογος: ~ με τα ψώνια. H ~ με τα ονόματα των υποψήφιων βουλευτών. ~ αναμονής*. ΦΡ μαύρη ~, υποθετικός κατάλογος με ονόματα εχθρών, αντιπάλων, ανεπιθύμητων προσώπων: Tον έγραψε στη μαύρη ~· ΣYN ΦΡ μαύρος* πίνακας. μαύρα κατάστιχα*.

[ιταλ. lista]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες