Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεβητοειδής -ής -ές [levitoiδís] Ε10 : που μοιάζει με λέβητα: ~ κρατήρας ηφαιστείου.
[λόγ. < μσν. λεβητοειδής < λεβητ- (λέβης δες λέβητας) -ο- + -ειδής]