Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κτένιον το· κτένι· κτένιν· χτένι.
-
- 1) Xτένα:
- το κτένιον …, ουχί το πυκνόν, αλλά το αρύ (Σπανός D 648)·
- παροιμ. φρ. ήρθε ο κόμπος εις το κτένι = φτάνει κ. στο απροχώρητο:
- (Φαλλίδ. 206).
- 2) Θαλάσσιο όστρακο, «χτένι»:
- (Προδρ. IV 323).
- Oι τ. κτένι και χτένι, καθώς και τ. χθένι, στον πληθ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 19331, 32, 19812).
[αρχ. ουσ. κτένιον. O τ. ‑ι στο Βλάχ. O τ. χτένι και σήμ.]
- 1) Xτένα: