Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλύδων ο· κλυδών, (Πουλολ. 539)· κλύδωνας, (Χρον. Τόκκων 29)· κλύδων η, (Βυζ. Ιλιάδ. 446).
-
[αρχ. ουσ. κλύδων. Ο τ. κλυδών από μετρ. αν.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλυδωνίζομαι [kliδοnízome] Ρ2.1β : 1. για κτ. που συνταράσσεται από μεγάλη θαλασσοταραχή: Tο πλοίο κλυδωνιζόταν, έρμαιο των κυμάτων. H βάρκα άρχισε να κλυδωνίζεται επικίνδυνα. 2. (μτφ.) για κτ. που περνάει μια περίοδο αναταραχής και αποσταθεροποίησης: Kλυδωνίζεται το κράτος / η οικονομία.
[λόγ. < ελνστ. κλυδωνίζομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλυδωνικός, επίθ.
-
- Κυματώδης:
- κλυδωνικόν σίελον αποπτύουσα (ενν. η θάλασσα) (Δούκ. 6911).
[<ουσ. κλύδων + κατάλ. ‑ικός]
- Κυματώδης:
[Λεξικό Κριαρά]
- κλυδωνισία η.
-
- Θαλασσοταραχή, φουρτούνα:
- (Ιστ. Βλαχ. 2548).
[<μτγν. κλυδωνίζομαι + κατάλ. ‑σία]
- Θαλασσοταραχή, φουρτούνα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλυδωνισμός ο [kliδonizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του κλυδωνίζομαι. || (μτφ.): ~ της πολιτικής ζωής. Mέσα στους κλυδωνισμούς της ψυχής
[λόγ. < ελνστ. κλυδωνισμός]
[Λεξικό Κριαρά]
- κλυδωνισμός ο.
-
- 1) Θαλασσοταραχή, φουρτούνα:
- (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 146).
- 2) Αναστάτωση, ψυχική αναταραχή:
- ψυχής κλυδωνισμόν (Λίβ. Sc. 2597).
[μτγν. ουσ. κλυδωνισμός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Θαλασσοταραχή, φουρτούνα: