Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κηδεμονεύς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηδεμόνευση η [kiδemónefsi] Ο33 : κηδεμονία3: Συνεργάζονται ισότιμα, χωρίς κηδεμονεύσεις.

[λόγ. κηδεμονεύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες