Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπλήσσω [kataplíso] -ομαι Ρ αόρ. κατέπληξα, απαρέμφ. καταπλήξει, παθ. αόρ. κατεπλάγην, απαρέμφ. καταπλαγεί : προξενώ σε κπ. κατάπλη ξη για κτ. θαυμαστό, για κτ. δυσάρεστα ή ευχάριστα απροσδόκητο, απρόβλεπτο: Mας κατέπληξε με την ομορφιά της / με τις ικανότητές του. Kαταπλήσσομαι με όσα βλέπω και ακούω, μένω κατάπληκτος.
[λόγ. < αρχ. καταπλήσσω]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταπλήσσω.
-
- I. Ενεργ.
- 1) Χτυπώ δυνατά κάπ.· σκοτώνω:
- (Βίος Αλ. 3975).
- 2) Προκαλώ σύγχυση, τρόμο:
- (Ψευδο-Σφρ. 15813).
- 1) Χτυπώ δυνατά κάπ.· σκοτώνω:
- II. Μέσ.
- Α´ (Μτβ.) θαυμάζω κ. υπερβολικά:
- να κατεπλάγης εκπαντός του χρυσοχού τας χείρας (Καλλίμ. 364).
- Β´ (Αμτβ.) εκπλήσσομαι, σαστίζω:
- (Διγ. Άνδρ. 34511).
- Α´ (Μτβ.) θαυμάζω κ. υπερβολικά:
[αρχ. καταπλήσσω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.