Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταλύω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
καταλύω· καταλυώ· καταλώ· κατελώ.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Αφανίζω, εξαφανίζω, καταστρέφω:
        • το ρηγάτον καταλυέται (Μαχ. 4369‑10
        • την ψυχήν των καταλούν (Σπαν. (Μαυρ.) P 84
        • Την ομορφιά της καταλεί (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1078]).
      • 2) Φονεύω, εξοντώνω· κατασπαράζω:
        • εκαταλύσασιν τον βασιλέαν οι Τούρκοι (Χρον. Μορ. H 1167
        • τα μέλη του τα ζα τα καταλυούσιν (Κυπρ. ερωτ. 10130).
      • 3) Γκρεμίζω:
        • τοίχον της πόρτας καταλούν (Βυζ. Ιλιάδ. 1007).
      • 4) Νικώ:
        • μας εκατάλυσεν ένας φτωχός στρατιώτης (Χρον. Μορ. H 5004).
      • 5) Εξασθενίζω, παραλύω, «νεκρώνω»:
        • η κάψα με κατέλυσε (Κάτης 47).
      • 6)
        • α) Καταργώ:
          • να καταλύσει τα κακά κουστούμια (Ασσίζ. 41
        • β) αθετώ, παραβαίνω:
          • Βλέπε … μη όρκους καταλύσεις (Διγ. Z 861).
      • 7)
        • α) Τελειώνω, παύω:
          • δείπνον καταλύσαντες (Βίος Αλ. 5973
        • β) καθαιρώ:
          • (Διάτ. Κυπρ. 50512).
      • 8)
        • α) Καταναλώνω, δαπανώ, ξοδεύω:
          • εκαταλυούσαν την τροφήν (Μαχ. 56016
        • β) λιγοστεύω:
          • κατελεί (ενν. η κακή γυναίκα) τα έτη του (Σπαν. (Μαυρ.) P 379).
    • Β´ (Αμτβ.) (προκ. για ποταμό) πηγάζω:
      • (Βέλθ. 666).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Αφανίζομαι, εξαφανίζομαι, φθείρομαι:
        • η νιότη εκαταλύθη (Ερωτόκρ. Α´ 778· Μαχ. 7619
        • (μεταφ.):
          • καταλυούμαι γιον στον ήλιον χιόνιν (Κυπρ. ερωτ. 10923
      • β) αποσυντίθεμαι:
        • εις τον τάφον τον πικρόν πριν να καταλυθούμεν (Θρ. Κύπρ. Μ 580
      • γ) διαλύομαι:
        • κατελύθη τελείως η πλάνη των δαιμόνων (Ιστ. πατρ. 9210
      • δ) (μεταφ.) διαλύομαι από φόβο:
        • δειλιώντα εκαταλυούμου (Φαλιέρ., Ιστ. 77).
    • 2) Ζημιώνομαι:
      • εκαταλύθημαν πολλά (Μαχ. 47431‑2).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ταλαιπωρημένος:
    • γραυς κατελυμένη (Καλλίμ. 1086).

[αρχ. καταλύω. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταλύω 1 [katalío] -ομαι Ρ9 αόρ. κατέλυσα, απαρέμφ. καταλύσει : 1. διαλύω ένα συγκροτημένο σύνολο ή καταργώ ένα θεσμό: Tο 476 μ.X. καταλύθηκε το δυτικό ρωμαϊκό κράτος. Οι πραξικοπηματίες κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα. Kαταλύθηκε η έννομη τάξη από τους εξεγερμένους. || υπονομεύω την κατεστημένη τάξη ή τους θεσμούς, με παραβιάσεις και παραβάσεις: Οι απεργοί / οι αστυνομικοί κάποτε με τις ενέργειές τους καταλύουν το κράτος δικαίου. 2. (εκκλ.) α. τρώω αρτυμένες τροφές σε ημέρα ή σε περίοδο νηστείας: Tο Σάββατο καταλύεται το λάδι. β. (για ιερέα) καταναλώνω ο ίδιος το υπόλοιπο της Θείας Kοινωνίας, ύστερα από την κοινωνία των πιστών.

[λόγ.: 1: αρχ. καταλύω· 2: μσν. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταλύω 2 Ρ9α αόρ. κατέλυσα, απαρέμφ. καταλύσει : (χημ.) δρω ως καταλύτης1.

[λόγ. < καταλύω 1 σημδ. γαλλ. catalyser < catalyse (δες στο κατάλυση 2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταλύω 3 : (λόγ.) διαμένω προσωρινά σε ένα οίκημα, βρίσκω κατάλυμα: Οι ξένοι επισκέπτες κατέλυσαν σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο της περιοχής.

[λόγ. < αρχ. καταλύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες