Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάχλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
καχλανίδα η.
  • ?:
    • καχλανίδας των Τουρκών ο χριστιανός να μην φάγει (Βακτ. αρχιερ. 133).

[άγν. ετυμ. Πιθ. σχετ. με ρ. καχιανίζω (Meursius, ειν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες