Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ζωστήρ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωστήρα η [zostíra] Ο26 : αντρική (συνήθ. δερμάτινη) ζώνη· ζωστήραςI.

[< ζωστήρας μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ζωστήρας ο [zostíras] Ο2 : I. αντρική (συνήθ. δερμάτινη) ζώνη· ζωνάρι, λουρίδα, ζωστήρα. II. (ιατρ.) έρπης ~, είδος δερματικής εξανθηματικής ασθένειας, έρπητας.

[I: ελνστ. ζωστήρ, αιτ. -ῆρα, αρχ. σημ.: `ζώνη πολεμιστή΄· II: λόγ. < νλατ. herpes zoster < λατ. herpes zoster < ελνστ. *ἕρπης ζωστήρ (πρβ. και μσν. ζωστήρ, ίδ. σημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες