Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτροπεύω [epitropévo] -ομαι Ρ5.1 : ασκώ καθήκοντα επιτρόπου ιδίως σε ορισμένο πρόσωπο.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτροπεύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- επιτροπεύω.
-
- Προστατεύω (ως επίτροπος):
- ουδέν επιτρόπευσεν την προίκα της θυγατρός μου (Ελλην. νόμ. 57519· 52428).
[αρχ. επιτροπεύω. Η λ. και σήμ.]
- Προστατεύω (ως επίτροπος):