Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάτης ο· ’λάτης.
-
- 1) (Προκ. για πτηνό) φτερούγα:
- ελάτας παρωνύμως καλούσι διά το δι’ αυτών ελαύνεσθαι και κώπης δίκην διατέμνεσθαι το αέριον πέλαγος (Ιερακοσ. 4822‑5· Ορνεοσ. 57823).
- 2) (Πιθ.) κλάδος δέντρου:
- ήκοψαν και τους ’λάτες των δένδρων (Διγ. O 1406).
[αρχ. ουσ. ελάτης]
- 1) (Προκ. για πτηνό) φτερούγα: