Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- είν,
- βλ. είμαι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- είναι το [íne] Ο (άκλ.) : I.(φιλοσ.) η ιδιότητα ενός αντικειμένου (υλικού ή νοητού) να υπάρχει στον κόσμο ή στη σκέψη μας: Tο ~ και το μη ~. Tο ~ και το γίγνεσθαι. II1. ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου: Aναταράχτηκε όλο μου το ~. 2. για πρόσωπο που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχει κάποιος στη ζωή του: Εσύ είσαι το ~ μου, η ζωή μου.
[λόγ. < αρχ. εrναι (απαρέμφ. του ρ. εἰμί) σημδ. γερμ. Sein]
[Λεξικό Κριαρά]
- είναι το.
-
- Ύπαρξη, οντότητα:
- όλοι ευκαριστιούντανε στο είναι τως περίσσα (Φορτουν. Πρόλ. 61).
[έναρθρ. απαρέμφ. του ειμί ως ουσ. Η λ. και σήμ.]
- Ύπαρξη, οντότητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- είντα, αντων.· είντας· τείντα.
-
- 1) (Ως αντικ.):
- είντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μια καρδιά π’ ορίζει (Ερωτόκρ. Α´ 1037).
- 2)
- α) (Ως κατηγ. του είμαι, γίνομαι, κλπ.):
- λογιάσετε λοιπόν είντά ’ναι η δύναμή μου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57825)·
- β) (ως κατηγ. απρόσ. ρ.):
- δεν ηξεύραν είντα εγίνετον (Μαχ. 58830).
- α) (Ως κατηγ. του είμαι, γίνομαι, κλπ.):
- 3)
- α) (Με ουσ.) πόσο μεγάλο, τι λογής:
- είντα τρομάρα … έχουν τα σωθικά μου! (Ευγέν. 654· Μαχ. 1845)·
- β) έκφρ. είντα λογής = πώς:
- (Θυσ. 116)·
- γ) (με τις προθ. εις, από, διά, με και ουσ.):
- εις είντα στάτο βρίσκεται (Ερωτόκρ. Γ´ 34· Ασσίζ. 1524), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 155), (Ερωτόκρ. Α´ 1225).
- α) (Με ουσ.) πόσο μεγάλο, τι λογής:
- 4) (Με επίθ. και επίρρ.) πόσο:
- είντα κακή ξημέρωσε τούτη για μέν’ η μέρα (Ερωφ. Ε´ 552· Βοσκοπ. 374).
- 5)
- α) (Με την πρόθ. σε επιρρ.) που:
- δεν κατέχω η τύχη μου σ’ είντα με θέλει φέρει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3914)·
- β) (με υπονοούμενη την πρόθ. για επιρρ.) γιατί, για ποιο λόγο:
- επήρεν ημέραν οδίχως να πει τείντα αγκαλεί εκείνον (Ασσίζ. 9113).
- α) (Με την πρόθ. σε επιρρ.) που:
[<τείντα <φρ. τι είναι τα (Χατζιδ., ΜΝΕ Β´ 436· βλ. και Tarabout, BSl 73, 1978, 301-10). Ο τ. τείντα και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. (ίντα) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Ως αντικ.):