Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εικός
40 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσα- [ikosa] & εικοσά- [ikosá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (σπάν.) εικοσό- [ikosó] : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: 1. το προσδιοριζόμενο έχει είκοσι από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εικοσάγωνος, εικοσάεδρος, εικοσάμετρος, εικοσάφυλλος, εικοσάτομος· εικοσάφυλλο· εικοσόφραγκο. 2. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί είκοσι συνεχείς χρονικές μονάδες, που εκφράζονται από το β' συνθετικό: ~ετής, εικοσάλεπτος· εικοσάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία είκοσι χρόνων. 3. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: εικοσάδιπλος.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. εἰκοσα- θ. του αριθμτ. εἴκοσ(ι) -α- (αναλ. προς το δέκα) ως α' συνθ.: αρχ. εἰκοσα-ετής, ελνστ. εἰκοσά-εδρος· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσάδα η [ikosáδα] Ο26 αριθμτ. περιλ. : είκοσι ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Mια ~ αυγά.

[λόγ. < ελνστ. εικοσάς, αιτ. -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
εικοσάδα η· εικοσιάδα.
  • Σύνολο είκοσι ίδιων πραγμάτων:
    • πουλίτσια … εικοσάδα (Πουλολ. 197).

[μτγν. ουσ. εικοσάς. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσάδραχμο το [ikosáδraxmo] & εικοσόδραχμο το [ikosóδraxmo] Ο41 : νόμισμα των είκοσι δραχμών· εικοσάρικο, εικοσάφραγκο: Παλιό, ασημένιο ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. εἰκοσάδραχμος `αξίας είκοσι δραχμών΄· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσαετηρίδα η [ikosaetiríδa] Ο26 : επέτειος, εορτασμός για τη συμπλήρωση είκοσι ετών.

[λόγ. < ελνστ. εἰκοσαετηρίς, αιτ. -ίδα `περίοδος είκοσι ετών΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσαετής -ής -ές [ikosaetís] Ε10 : (λόγ.) εικοσάχρονος. α. που έχει διάρκεια είκοσι ετών: ~ πόλεμος. ~ σύμβαση. ~ περίοδος, εικοσαετία. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών: ~ νέος.

[λόγ. < αρχ. εἰκοσαετής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσαετία η [ikosaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα είκοσι ετών: Kατά την πρώτη ~ του αιώνα μας. Kυβέρνησε τη χώρα για μια ολόκληρη ~. Οι κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας. || ηλικία είκοσι ετών: Aυτοκίνητο εικοσαετίας.

[λόγ. < ελνστ. εἰκοσαετία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσαήμερος -η -ο [ikosaímeros] Ε5 : που έχει διάρκεια είκοσι ημερών: Εικοσαήμερη άδεια / απουσία /παραμονή / εκδρομή. || (ως ουσ.) το εικοσαήμερο, χρόνος, περίοδος είκοσι ημερών: Θα λείψω ένα εικοσαήμερο. εικοσαήμερο εκπτώσεων.

[λόγ. εικοσα- + ημέρ(α) -ος (πρβ. ελνστ. εἰκοσιμερία ίδ. σημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσάλεπτος 1 -η -ο [ikosáleptos] Ε5 : που διαρκεί είκοσι λεπτά: Εικοσάλεπτη ομιλία. Εικοσάλεπτη στάθμευση. || (ως ουσ.) το εικοσάλεπτο, χρονικό διάστημα είκοσι λεπτών: Επιστρέφω / θα έρθω σε ένα εικοσάλεπτο.

[λόγ. εικοσα- + λεπτ(όν) 2 -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εικοσάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με είκοσι λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το εικοσάλεπτο, νόμισμα αξίας είκοσι λεπτών· εικο σάρα1.

[λόγ. εικοσα- + λεπτ(όν) 1 -ος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες