Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εθελόκακος -η -ο [eθelókakos] Ε5 : (λόγ.) χαρακτηρισμός προσώπου που θέλει και του αρέσει να είναι κακός, που από προαίρεση είναι κακός· κακεντρεχής.
[λόγ. < ελνστ. ἐθελόκακος `ένοχα δειλός, κακεντρεχής΄]