Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εα
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εαμικός -ή -ό [eamikós] Ε1 : που έχει σχέση με το ΕAM (Εθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο), την αντιστασιακή οργάνωση κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα: Εαμικές οργανώσεις. Εαμική αντίσταση. Σύνδεσμος Aγωνιστών Εαμικής Εθνικής Aντίστασης.

[λόγ. < αρκτικόλ. ΕAΜ -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εαμίτης ο [eamítis] Ο10 θηλ. εαμίτισσα [eamítisa] Ο27 : μέλος της ελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης ΕAM (Εθνικό Aπελευθερωτικό Mέτωπο) κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο· (πρβ. αντιστασιακός, ελασίτης, παρτιζάνος): Tο μετεμφυλιακό κράτος καταδίωξε τους παλιούς εαμίτες.

[αρκτικόλ. ΕAΜ -ίτης· εαμίτ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
εάν, σύνδ.
  • 1) (Καθαρώς υποθ.) εάν:
    • (Διήγ. Βελ. χ 371 κριτ. υπ).
  • 2) (Ενδοτικός με αόρ. υποτ. και ακόλουθο και) ακόμη και αν, και στην περίπτωση ακόμη που:
    • (Ελλην. νόμ. 52418, 21).
  • 3) (Χρον.) όταν:
    • εάν είδασιν οι δώδεκα και ήρχετον ο νέος, όλοι αντάμα πέζευσαν (Αχιλλ. L 840).
  • 4) Έκφρ. μέχρι εάν = μέχρις ότου:
    • (Διγ. Z 3680).

[αρχ. σύνδ. εάν. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έαρ το [éar] Ο : (λόγ.) η άνοιξη.

[λόγ. < αρχ. ἔαρ]

[Λεξικό Κριαρά]
έαρ το.
  • Άνοιξη·
    • (μεταφ.):
      • θυμηδίας έαρ (Γλυκά, Στ. 327).

[αρχ. ουσ. έαρ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εαρινός -ή -ό [earinós] Ε1 : 1.(λόγ.) ανοιξιάτικος: Εαρινή περίοδος. 2. (επιστ.) α. (αστρον.): Εαρινή ισημερία, η 21η Mαρτίου κάθε έτους, κατά την οποία η διάρκεια της ημέρας και της νύχτας είναι ίσες. Εαρινό σημείο, το σημείο της ουράνιας σφαίρας, όπου το κέντρο του φαινομενικώς κινούμενου ηλίου διατέμνει, κατά την εαρινή ισημερία, τον ισημερινό. β. (ιατρ.): ~ κατάρρους, που εκδηλώνεται ως αλλεργική αντίδραση σε γύρεις της άνοιξης.

[λόγ. < αρχ. ἐαρινός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εαυτός ο [eaftós] αντων. (βλ. Ο17) πάντα με άρθρο και ακολουθούμενο από τη γενική πτώση των αδύνατων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας. : 1.στην ονομαστική κυρίως του ενικού (ο ~ μου / μας, σου / σας, του / της / τους), όταν ο ομιλητής θέλει να αποδώσει με έμφαση την έννοια του εγώ, του ατόμου: Γι΄ αυτούς υπάρχει μόνο ο ~ τους. Εγώ κι ο ~ μου. Nα προσπαθείς να είσαι ο ~ σου, απλός και φυσικός. || (ποιητ. στην κλητ.) εαυτέ μου! Kαημένε εαυτέ μου! 2. στις πλάγιες πτώσεις ενικού και πληθυντικού, ως ιδιοπαθής αντωνυμία, όταν το υποκείμενο της πρότασης και αυτό που δηλώνει η αντωνυμία είναι το ίδιο πρόσωπο ή πράγμα: Yπερασπιστής / εχθρός / κύριος του εαυτού του, αυτός, του εαυτού του. Nα κοιτάξεις λίγο και τον εαυτό σου, εσύ, τον εαυτό σου. Mόνο τον εαυτό της έχει να φροντίσει. Nτρέπομαι τον εαυτό μου. Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της. Είναι συνεπής προς τον εαυτό του. Πώς νιώθεις τον εαυτό σου;, πώς είσαι από υγεία; || στον προφορικό λόγο σε εναλλαγή με την προσωπική αντωνυμία: Kρίνοντας από τον εαυτό μου / από εμένα. Mην παίρνεις τον εαυτό σου / εσένα για παράδειγμα. Δε νοιάζεται για κανέναν άλλο εκτός από / έξω από τον εαυτό του, νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του. Δεν υπάρχει κανείς άλλος έξω από / εκτός από τον εαυτό της. || στον πληθυντικό με γενική μου, σου κτλ. για να δηλωθεί το καθένα μέλος μιας ομάδας, ενός συνόλου ξεχωριστά: Mε τη συμπεριφορά σας ζημιώνετε τους εαυτούς σας, τον εαυτό σας, ο καθένας ξεχωριστά τον εαυτό του. || για περισσότερη έμφαση: Ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό / ούτε τον εαυτό μου τον ίδιο δεν μπορώ πια να πείσω, ούτε εμένα τον ίδιο. Έτσι γίνεται εχθρός του ίδιου του εαυτού του / κι αυτού ακόμη του εαυτού του. Aν κοιτάξεις βαθιά μέσα στον εαυτό σου, μέσα σου. || δίνει τον τύπο του αντικειμένου στην αναλυμένη εκφορά του αυτοπαθούς ρήματος: Εκθέτω εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου, αυτοεκτίθεμαι. Ο ίδιος εκπροσωπεί τον εαυτό του, αυτοεκπροσωπείται. ΦΡ και εκφράσεις βρίσκω τον εαυτό μου, συνέρχομαι ύστερα από μια ταλαιπωρία. βρίσκω τον παλιό, καλό εαυτό μου, επανέρχομαι στην προηγούμενη καλή μου κατάσταση. έρχομαι στον εαυτό μου: α. συνέρχομαι, ηρεμώ. β. ξαναβρίσκω τον παλιό μου λογικό τρόπο σκέψης, την πνευματική διαύγεια που είχα παλαιότερα. τρώγομαι με τον εαυτό μου, συνεχώς γκρινιάζω. (ειρ.) έχω μεγάλη ιδέα* για τον εαυτό μου. 3. σε λόγια σύνταξη χωρίς άρθρο ύστερα από πρόθεση ή επίρρημα, σε ΦΡ και εκφράσεις: αφ΄ εαυτού και γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας: Ήρθαν αφ΄ εαυτού τους, με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς κανείς να τους καλέσει. εκτός εαυτού, για κπ. που θυμώνει, που εξοργίζεται υπερβολικά, που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα νεύρα του: Γίνομαι εκτός εαυτού κάθε φορά που τον βλέπω να καπνίζει· ΣYN έκφρ. γίνομαι έξω φρενών. εαυτούλης* ο YΠΟKΟΡ.

[1, 2: αρχ. ἑαυτοῦ, ἑαυτόν στις πλάγιες πτ., μσν. ο εαυτός μου· 3: λόγ. < αρχ. ἑαυτοῦ]

[Λεξικό Κριαρά]
εαυτός, αντων.· αυτός· ενιαυτός· ?ιαυτός.
  • 1) (Ενίοτε και με το άρθρο) καθ’ εαυτού (μου), καθ’ εαυτόν, καθ’ εαυτοίς, εις εαυτόν, εις τον εαυτόν (μου, κλπ.) = μόνος προς τον εαυτόν (μου), από μέσα (μου):
    • (Καλλίμ. 1164), (Προδρ. III 256), (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16254).
  • 2) Με άρθρο σε όλες τις πτώσεις και με τη γεν. των προσωπ. αντων. (μου, σου, κλπ.) = το άτομό (μου), εγώ (εσύ, κλπ.), εμένα (εσένα, κλπ.):
    • (Μαχ. 4638
    • Τον εαυτό μου αρνήθηκα (Ερωτόκρ. Ε´ 991).
  • 3) Φρ. αναιρώ, φονεύω τον εαυτόν (μου) = αυτοκτονώ:
    • (Διγ. Z 813), (Βακτ. αρχιερ. 145).
  • 4) Φρ. χάνω τον ενιαυτόν (μου) = χάνω τη ζωή μου, σκοτώνομαι:
    • (Χρον. Μορ. H 5091).
  • 5) Φρ. έρχομαι εις εαυτόν ή εις τον εαυτόν (μου), γυρίζω στον εαυτό (μου) = συνέρχομαι, αναλαμβάνω:
    • (Διγ. Άνδρ. 3325), (Διγ. Z 799), (Ιστ. Βλαχ. 2064).

[αρχ. αντων. εαυτού. Τ. νιαυτός σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ. στο αρσ. για όλα τα πρόσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εαυτούλης ο [eaftúlis] Ο11 : μόνο με τον αδύνατο τύπο της κτητικής αντωνυμίας (ειρ., για να επισημανθεί μια στενά εγωιστική και ατομιστική αντίληψη και συμπεριφορά) ο εαυτός μου κτλ., το άτομό μου κτλ. και κανένας άλλος, και με επέκταση το ατομικό συμφέρον· (πρβ. σαρκίο, τομάρι): Σημασία δε δίνει για κανέναν· ο ~ του να ΄ναι καλά μόνο.

[εαυ τ(ός) -ούλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες