Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόκιμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δόκιμος, επίθ.· δοκιμός.
  • 1) Που έχει δοκιμασμένη, αναγνωρισμένη ικανότητα:
    • (Λίβ. Sc. 1256), (Διγ. Z 3355).
  • 2) Κατάλληλος, ενδεδειγμένος:
    • κρασί μου δοκιμότατον εις πάσαν ιατρείαν (Κρασοπ. AO 80).
  • 3) (Εκκλ., προκ. για μοναχό) που «ασκείται» δοκιμαστικά, μαθητευόμενος:
    • (Βακτ. αρχιερ. 167).

[αρχ. επίθ. δόκιμος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόκιμος -η -ο [δókimos] Ε5 : I1. αυτός του οποίου η αξία είναι γενικά αναγνωρισμένη, που έχει, κατά κάποιο τρόπο, περάσει με επιτυχία μια άτυπη, όμως ουσιαστική και μακροχρόνια δοκιμασία, συνήθ. για λογοτέχνη: ~ συγγραφέας. || κλασικός. 2. που απαντά σε δόκιμους συγγραφείς: Δόκιμη χρήση μιας λέξης. Δόκιμη σύνταξη. II. (για πρόσ.) 1. που έγινε δεκτός κάπου δοκιμαστικά για ένα χρονικό διάστημα, πριν από την οριστική ένταξή του σε μια υπηρεσία, οργάνωση κτλ.: ~ υπάλληλος / μοναχός. Δόκιμη μοναχή. ~ έφεδρος αξιωματικός, κληρωτός που υπηρετεί τη θητεία του ως αξιωματικός. 2. (ως ουσ.) ο δόκιμος: α. που φοιτά σε ναυτική σχολή για να γίνει αξιωματικός: Σχολή Nαυτικών Δοκίμων. ~ Εμπορικού Nαυτικού. β. κληρωτός που υπηρετεί τη θητεία του ως αξιωματικός.

[λόγ.: Ι: αρχ. δόκιμος· ΙΙ: μσν. σημ. (όχι στρατ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες