Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυνάστης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυνάστης ο [δinástis] Ο10 : 1. για απόλυτο κυρίως άρχοντα που είναι καταπιεστικός και τυραννικός. 2. για άτομο που επιβάλλει με τυραννικό τρόπο τις θελήσεις του στο οικογενειακό ή στο εργασιακό περιβάλλον του: Πατέρας ~. || (επέκτ.) για κτ. που ασκεί σε κπ. καταπιεστική επιρροή: H μόδα έχει γίνει ο ~ της γυναίκας.

[λόγ. < αρχ. δυνάστης `κυρίαρχος΄ κατά τη σημ. του ρ. καταδυναστεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
δυνάστης ο.
  • 1) Κυβερνήτης, κυρίαρχος, απόλυτος άρχοντας· (προκ. για τον έρωτα):
    • Εγώ δυνάστην έρωτα ουδεποσώς φοβούμαι (Διγ. Z 192
    • έμπροσθεν εις τον Έρωταν, τον φοβερόν δυνάστην (Καλλίμ. 780).
  • 2) Τύραννος, καταπιεστής:
    • (Χρον. Τόκκων 1179).
  • 3) Άρπαγας, σφετεριστής:
    • (Ψευδο-Σφρ. 1629).

[αρχ. ουσ. δυνάστης. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες