Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δοχείον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δοχείον το.
  • Σκεύος που περιέχει κ., δοχείο·
    • (εδώ μεταφ.):
      • κάμνει τον δούλον ηδονής, δοχείον εδικόν του (Φυσιολ. (Legr.) 859
    • (προκ. για την Παναγία):
      • δοχείον της θεότητος (Ντελλαπ., Στ. θρην. 740).

[μτγν. ουσ. δοχείον. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες