Παράλληλη αναζήτηση
16 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαγώγηση η [δimaγójisi] Ο33 : η ενέργεια του δημαγωγώ, η άσκηση δημαγωγίας.
[λόγ. δημαγωγη- (δημαγωγώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαγωγία η [δimaγojía] Ο25 : πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στο να κερδίσει τη συμπάθεια, την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης με απατηλά μέσα, με κολακείες, υποσχέσεις κτλ.: Προτίμησε την εύκολη ~ από τον υπεύθυνο πολιτικό λόγο. || δημαγωγική ενέργεια: Kέρδισαν τις εκλογές με δημαγωγίες και λαϊκισμούς.
[λόγ. < αρχ. δημαγωγία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαγωγικός -ή -ό [δimaγojikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη δημαγωγία, που την εμπεριέχει: Δημαγωγική πολιτική. Δημαγωγικές δηλώσεις. Δημαγωγικά μέτρα.
δημαγωγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. δημαγωγικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαγωγός ο [δimaγoγós] Ο17 θηλ. δημαγωγός [δimaγoγós] Ο34 : χαρακτηρισμός πολιτικού κυρίως προσώπου, που, για να πετύχει τους σκοπούς του, παραπλανά και παρασύρει το λαό με απατηλές υποσχέσεις, κολακείες κτλ.: Οργίασαν οι δημαγωγοί κατά την προεκλογική περίοδο.
[λόγ. < αρχ. δημαγωγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- δημαγωγός ο.
-
- Αρχηγός (εδώ στρατού):
- του πανευτυχούς στρατού δημαγωγούς (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1042).
[αρχ. ουσ. δημαγωγός. Η λ. και σήμ.]
- Αρχηγός (εδώ στρατού):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαγωγώ [δimaγoγó] Ρ10.9α : ασκώ δημαγωγία, συμπεριφέρομαι ως δημαγωγός: H αντιπολίτευση κατηγορήθηκε ότι δημαγωγεί ενόψει των εκλογών.
[λόγ. < αρχ. δημαγωγῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαιρεσίες οι [δimeresíes] Ο25 : εκλογική διαδικασία κατά την οποία γίνεται η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών των δημοτικών συμβουλίων.
[λόγ. δημ(ο)- 1 + αρχ. αἵρεσ(ις) `εκλογές΄ -ίες κατά το αρχαιρεσίαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαρχείο το [δimarxío] Ο39 : το κτίριο όπου στεγάζονται οι δημοτικές αρχές και οι υπηρεσίες.
[λόγ. δήμαρχ(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. mairie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαρχεύω [δimarxévo] Ρ5.1α : εκτελώ χρέη δημάρχου, αναπληρώνω το δήμαρχο: Όταν απουσιάζει ο δήμαρχος, δημαρχεύει ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου.
[λόγ. δήμαρχ(ος) -εύω (πρβ. αρχ. δημαρχῶ)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημαρχεύων -ουσα -ον [δimarxévon] Ε12 : (λόγ.) που εκτελεί χρέη δημάρχου, που αναπληρώνει το δήμαρχο.
[λόγ. μεε. του ρ. δημαρχεύω]