Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δάρμα το.
-
- Δάρσιμο:
- από φωνές και δάρματα όλοι κατακομμένοι (Θησ. ΙΑ´ [88]).
[<αόρ. του δέρω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Δάρσιμο:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αόρ. του δέρω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |