Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δάρμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δάρμα το.
  • Δάρσιμο:
    • από φωνές και δάρματα όλοι κατακομμένοι (Θησ. ΙΑ´ [88]).

[<αόρ. του δέρω + κατάλ. μα. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες