Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γονή η· γόνη.
-
- Σπέρμα (ανθρώπου):
- (Ερμον. Ω 274).
[αρχ. ουσ. γονή. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Σπέρμα (ανθρώπου):
[Λεξικό Κριαρά]
- γονής ο.
-
- α) Γεννήτορας, γονέας (εν. και πληθ.):
- Η Αρετούσα κλαίγοντας προς το γονήν εμίλιε (Ερωτόκρ. Δ´ 389)·
- β) (μεταφ.) πνευματικός πατέρας:
- τον περίφημον Τίτον … διδάσκαλον και γονή των Κρητικών (Μορεζίν., Λόγ. 466).
[<πληθ. γονείς. Η λ. στο LBG και σήμ. κρητ.]
- α) Γεννήτορας, γονέας (εν. και πληθ.):