Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γείτων ο [jíton] θηλ. γείτων [jíton] Ο : (λόγ.) γείτονας, συνήθ. για γειτονική χώρα: Ο πρωθυπουργός της γείτονος. || (ως επίθ.) γειτονικός: H ~ χώρα.
[λόγ. < αρχ. γείτων ὁ & ἡ]
[Λεξικό Κριαρά]
- γείτων ο· γείτονας.
-
- Γείτονας:
- Γείτοναν έχω τσακωτήν, τάχα ψευδοτσαγγάρην (Προδρ. III 113).
[αρχ. ουσ. γείτων. Ο τ. και σήμ.]
- Γείτονας: