Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γένειον το· γένι· γένιν.
-
- 1) (Συν. στον πληθ.) γενειάδα:
- (Λίβ. Esc. 422).
- 2) (Προκ. για ζώα) μακρύ τρίχωμα κάτω από το σαγόνι:
- η αίγα με τα γένια (Διήγ. παιδ. 434).
- 3) (Σε προσωποπ.)
- α) (προκ. για κρεμμύδι):
- (Πωρικ. I 54)·
- β) (προκ. για ψάρι):
- έκοψε το γένειον του Τσίρου (Οψαρ. 69).
- α) (προκ. για κρεμμύδι):
[αρχ. ουσ. γένειον. Ο τ. ‑ι και σήμ.]
- 1) (Συν. στον πληθ.) γενειάδα: