Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βούλευμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βούλευμα το [vúlevma] Ο49 : (νομ.) προδικαστική απόφαση δικαστικού συμβουλίου: Παραπεμπτικό / αθωωτικό / απαλλακτικό ~. Aθωώθηκε / απαλλάχθηκε με ~.

[λόγ. < αρχ. βούλευμα `σκοπός, πρόθεση΄, κατά το αρχ. βουλεύω `καθορίζω ύστερα από σκέψη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βούλευμα το· βούλευμαν.
  • 1) Συμβουλή:
    • (Καλλίμ. 1182).
  • 2) Φρ. βούλευμα κινώ = σκέφτομαι, αποφασίζω:
    • (αυτ. 2529).

[αρχ. ουσ. βούλευμα. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες