Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλάστημα το [vlástima] Ο49 : το αποτέλεσμα του βλασταίνω. 1. η βλάστηση: Tο χαλάζι χτύπησε τα αμπέλια πάνω στο ~. 2. (μτφ.) η γέννηση, η παραγωγή: Tο ~ των ιδεών της επανάστασης.
[αρχ. βλάστημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βλάστημα το.
-
- Καθετί που φυτρώνει:
- παράδοξα βλαστήματα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1840).
[αρχ. ουσ. βλάστημα. Η λ. και σήμ.]
- Καθετί που φυτρώνει: