Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιαστήρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βιαστήρι το.
  • Θησαυροφυλάκιο:
    • εδώκαν του απέσω εκ το βιαστήρι λογάριν πλήθος, χρήματα (Χρον. Μορ. H 7148).

[<ουσ. βεστιάριον με πιθ. παρετυμ. προς το βιάζω και επίδρ. ουσ. σε ‑τήρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες