Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βηλόθυρον το.
-
- α) Παραπέτασμα που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό:
- (Hagia Sophia ω 53624)·
- β) παραπέτασμα (λουτρού, κλπ.):
- βηλόθυρον εκρέμετο προς το λουτρόν (Καλλίμ. 338).
[<ουσ. βήλον + θύρα. Η λ. τον 5.-6. αι. (DGE) και σε σχόλ. (αυτ.)]
- α) Παραπέτασμα που χωρίζει το ιερό από τον κυρίως ναό: