Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αώδης, επίθ.
-
- Άοσμος· ευώδης:
- (Λεξ. IV 90).
[μτγν. επίθ. αώδης]
- Άοσμος· ευώδης:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αώος [aόos] ο, (L) geogr
- river in N Epir and S Albania, Aoos, Vijosë (or Voyùtsa):
- τα βόρεια όρια της Hπείρου .. έφταναν ως τις εκβολές του Aώου (Dakaris)
[fr kath Aώος ← K Aῶος: Epirotan Παρ-αυαία was the district on the right bank of the Aoos]
- river in N Epir and S Albania, Aoos, Vijosë (or Voyùtsa):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρα1 [áora] adv (L)
- ① at an inopportune time, untimely (syn ανεπίκαιρα, παράκαιρα)
- ② untimely, prematurely (syn πρόωρα)
[fr MG άωρα, der of άωρος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρα2 [áora] τα, (L)
- the early hours:
- poem [εχτός αν] κάμει το θάμα του ο ουρανός και στ' ~της νυχτός | μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει (Gryparis)
[fr kath τα άωρα, substantiv. n pl of άωρος2]
- the early hours:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρος1 [áoros] ο, (L)
- person having died untimely or prematurely:
- προς τα νησιά των Mακάρων, όπου μαζί με τους σοφούς ζουν και οι αδικοθάνατοι άωροι (Karouzou)
[fr kath άωρος ← AG, substantiv. m of άωρος2]
- person having died untimely or prematurely:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωρος2, -η, -ο [áoros] (L)
- ① untimely, inopportune (syn άκαιρος 1, ανεπίκαιρος, παράκαιρος)
- ⓐ untimely, premature, early (syn πρόωρος):
- πληροφορούμαι από την εφημερίδα τον εξαφνικό και τον άωρο θάνατο του αγαπημένου σας αδελφού (Palam)
- ② unripe, green (syn αγίνωτος 2, άγουρος 1, ανώριμος 1):
- fig όποιος δρέψει άωρο τον καρπό του γενετησίου ενστίκτου, δεν θα γνωρίσει ποτέ την ασύγκριτη ηδονή του μεστωμένου έρωτος (Katsigra)
- ⓑ not fully developed, immature, stunted (syn αγίνωτος 3, ανώριμος 1b):
- η πολιτική τους ανάπτυξη έχει μείνει κάπως άωρη (Christidis)
[fr kath άωρος ← K (also pap), AG, cpd w. pref ἀ- and Sρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αώρως, επίρρ.
-
- Πρόωρα:
- αώρως ετελεύτησε (Έκθ. χρον. 285).
[μτγν. επίρρ. αώρως]
- Πρόωρα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άωτον το [áoton] Ο40 : στη ΦΡ το άκρον ~, η ακραία κατάσταση στην οποία έχει φτάσει κτ., το ανώτατο σημείο μιας αρνητικής συνήθ. καταστάσης ή ιδιότητας: Tο άκρον ~ του παραλογισμού. Tο άκρον ~ της αναίδειας / της ηλιθιότητας. || Tο άκρον ~ της τιμιότητας.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἄκρον ἄωτον `το πιο εκλεκτό κομμάτι΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άωτον s. άκρον άωτον.