Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόγνωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
απόγνωσις ‑ση η.
  • 1) Aπελπισία:
    • (Παλαμήδ., Bοηβ. 742).
  • 2) Παραπλάνηση, ξεγέλασμα:
    • έπασκεν ωσάν φρόνιμη με γνώση του κιαχαγιά απόγνωση να δώσει (Λεηλ. Παροικ. 392).

[μτγν. ουσ. απόγνωσις. H λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες