Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αοίδιμος, επίθ.
-
- (Προκ. για νεκρό) αείμνηστος:
- (Σφρ., Xρον. 822).
[αρχ. επίθ. αοίδιμος. H λ. και σήμ. λόγ.]
- (Προκ. για νεκρό) αείμνηστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αοίδιμος -ος / -η -ο [aíδimos] Ε17 : (λόγ.) αείμνηστος, συνήθ. σε επικήδειο λόγο ως προσφώνηση ή ως αναφορά σε προκείμενο νεκρό.
[λόγ. < αρχ. ἀοίδιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αοίδιμος, -η [aíDimos] (L)
- never to be forgotten, unforgettable, of blessed memory, ever memorable (syn αείμνηστος, αλησμόνητος, περίφημος):
- ο ~ εθνικός ευεργέτης |
- ο ~ Kοραής |
- ο τάφος στην περιοχή του ιδρύματος μαρτυρεί του αοίδιμου αρχιεπισκόπου τη συμβολή (Palaiologos)
[fr kath ← MG αοίδιμος 'id.' ← K, AG]
- never to be forgotten, unforgettable, of blessed memory, ever memorable (syn αείμνηστος, αλησμόνητος, περίφημος):