Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαυρός -ή -ό [amavrós] Ε1 : (σπάν.) που δεν είναι έντονος ή φωτεινός· θαμπός: Aμαυρή λάμψη. Aμαυρό φως.
[λόγ. < αρχ. ἀμαυρός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαυρός, -ά, -ό [amavrós] (L)
- ① obscure, dark, opaque, dim, faint (syn αμυδρός, θαμπός, σκούρος, ant λαμπερός, φωτεινός):
- αμαυρό είδωλο |
- βερνίκι αμαυρό (Bakalakis) |
- η ζώνη των λαβών ήταν βαμμένη με καστανό, αμαυρό χρώμα (Kallipolitis) |
- ο ~ προπλασμός καθώς και το σχέδιο και το πλάσιμο της περιοχής των ματιών εξαρτώνται από την καλλιτεχνική παράδοση (Pallas)
- ② fig unclear, dim, vague (syn ασαφής, αβέβαιος, ασθενής):
- αμαυρά μνήμη
- ⓐ suspicious, reprehensible (syn επιλήψιμος, ύποπτος, ant λαμπρός, φωτεινός):
- το παρελθόν του έχει μερικά αμαυρά σημεία
[fr K, AG ἀμαυρός; cf also MG (CManasses, 12th c.) αμαυρόν (adv)]
- ① obscure, dark, opaque, dim, faint (syn αμυδρός, θαμπός, σκούρος, ant λαμπερός, φωτεινός):