Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ακαιρία η.
-
- Aδιακρισία, έλλειψη τακτ:
- H ακαιρία είναι έσμιξις … οπού δίδει λύπην (Mετάφρ. «Xαρακτ.» Θεοφρ. 126).
[<επίθ. άκαιρος + κατάλ. ‑ία. H λ. στο Βλάχ. (λ. ακαιρότητα) και σήμ. ποντ. (IΛ)]
- Aδιακρισία, έλλειψη τακτ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακαιριά [acerjá] η,
- unsuitable or bad weather (syn κακοκαιρία, κακός καιρός):
- ~ για τα σπαρτά |
- η ~ μας χάλασε τα γεννήματα εφέτος
[fr K, AG ἀκαιρία 'want of opportunity or of time']
- unsuitable or bad weather (syn κακοκαιρία, κακός καιρός):