Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aίολος ο [éolos] Ο19 : ο θεός των ανέμων στους αρχαίους Έλληνες, στη ΦΡ ανοίγω τους ασκούς* του Aιόλου.
[λόγ. < αρχ. Aἴολος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αίολος [éolos] ο, Gr myth
- Aeolus
- ① son of Hellen, chief of the Aeolian tribe, 1st king of Thessaly
- ② king and god of the winds:
- poem δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνη πια, που να μη γίνεται |
- καπνός σε στόμα Aιόλου (Elytis)
[fr AG]