Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αηδονίσιος -α -ο [(ai)δonísxos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο αηδόνι: Aηδονίσια φωνή.
[αηδόν(ι) -ίσιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αηδόνισμα [aj∂ónizma] το,
- ① nightingale's song (syn αηδονολάλημα 1, αηδονολαλιά 1)
- ② sweet song like the nightingale's, melodious song (syn αηδονολάλημα 2) .
[Λεξικό Κριαρά]
- αηδονισμός ο.
-
- Tραγούδι γλυκό:
- ήκουσεν της λύρας τον αηδονισμόν (Διγ. Άνδρ. 35425).
[<αόρ. του αηδονίζω (ΙΛ) + κατάλ. ‑μός. H λ. και σήμ. κρητ.]
- Tραγούδι γλυκό: