Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδαής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδαής -ής -ές [aδaís] Ε10 : (για πρόσ.) που δεν έχει γνώσεις ή πείρα σχετικά με κτ.· ανίδεος, άπειρος: Είναι ~ από μουσική / αυτοκίνητα. Άνθρωποι αδαείς κι ανεύθυνοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας.

[λόγ. < αρχ. ἀδαής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδαής, -ης, -ες [a∂aís] (L)
  • unacquainted (w.), ignorant (of) (syn ανήξερος, ανίδεος, αμαθής):
    • είμαι ~ στη ζωγραφική, στη λογιστική κλ
  • ⓐ unskilled, inexperienced (syn ανεπιτήδειος, άπειρος):
    • στην υπηρεσία... τον είχε αντικαταστήσει κάποιος ~ τις μέρες που έλειπε και είχε δώσει μερικές άστοχες γνωμοδοτήσεις (AVlachos)

[fr K, AG ἀδαής, cpd w. -δαής: δαῆ-ναι].]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες