Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγελαίος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγελαίος -α -ο [ajeléos] Ε4 : (λόγ.) 1. (για ζώο) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αγέλη: Tο αγελαίο ένστικτο των ζώων. 2. (μτφ.) που έχει το χαρακτήρα της αγέλης, του όχλου: Aγελαίες και άβουλες μάζες. Aγελαία σκέψη.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀγελαῖος· 2: κατά τη σημ. του αγέλη2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγελαίος, -α, -ο [ayeléos] (L)
  • in herds, gregarious:
    • zoo αγελαία ζώα sociable animals |
    • biol ~ οργανισμός gregarious organism |
    • το αγελαίο ένστικτο των ζώων animals' herd instinct (Moustoxydis) |
    • αγελαία ζωή (των ανθρώπων, της καθημερινότητας |
    • τις μάζες που γίνονται αγελαίες, όταν γοητεύωνται (Vacalop) |
    • δεν πρόκειται για τις αγελαίες... μιμήσεις (sc της μουσικής) (Giatras) |
    • αυτοτοποθετούμε πρακτικά τον εαυτό μας... αλλιώς δεν είναι παρά αγελαία πορεία προς το μοιραίο (Tsatsos) |
    • δεν έχει καμιά σχέση η αισθητική προσπέλαση... με την αγελαία συμμόρφωση στα ακαδημαϊκά διδάγματα του σχολείου (id.)

[fr K ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες