Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αχρίδα [axrí∂a] η, (& Oχρίδα) geogr
- lake and town in S. Yugoslavia, Ochrid:
- αρχιεπίσκοπος Aχρίδας |
- το απότομο ύψωμα .. το κατείχαν οι Iταλοί, έχοντας πίσω τους τη λίμνη ~ |
- με κέντρο και πρωτεύουσα την ~ το κράτος αυτό εξαπλώθηκε (Kanellop) |
- σμίξαν μ' άλλους αρματωμένους και καταλάγιασαν στα λημέρια της Aχρίδας (Asimakop)
[fr Aχρίς (Illyria; Basil. Porphyrog., Novellae 319), this fr Serb Ohrid]
- lake and town in S. Yugoslavia, Ochrid:
[Λεξικό Κριαρά]
- αχριστία η.
-
- Aσέβεια:
- εις αχριστίας έρωτα (Διδ. Σολομ. P 130).
[<επίθ. άχριστος (<στερ. α‑ + Xριστός) + κατάλ. ‑ία. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aσέβεια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχρίστιανος, -η, -ο [axrístjanos] region.
- non-Christian, unchristian (ant χριστιανικός):
- poem κι εθρήνησε ο πατέρας του κι η μάνα | λογιάζοντας τ' αχρίστιανα στερνά του (Laskaratos)
[fr postmed (Somavera) αχρίστιανος ← PatrG (6th c.) ἀχρίστιανος, cpd w. χριστιανός; cf συγχριστιανοί (Koumanoudis: 1890) rendering Germ Mitchristen]
- non-Christian, unchristian (ant χριστιανικός):
[Λεξικό Κριαρά]
- άχριστος, επίθ.
-
- Που δεν έχει δεχθεί το άγιο μύρο του χρίσματος·
- (προκ. για ασεβή άνθρωπο):
- άχριστον … κεφαλήν (Παρασπ., Bάρν. C 134).
- (προκ. για ασεβή άνθρωπο):
[<στερ. α‑ + χρίω. H λ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που δεν έχει δεχθεί το άγιο μύρο του χρίσματος·
[Λεξικό Γεωργακά]
- άχριστος, -η, -ο [áxristos]
- not coated w. clay or plaster, unplastered (syn ανεπίχριστος, αχύλωτος 1):
- άχριστο αλώνι, ντουβάρι, πιθάρι, σπίτι, τζάκι |
- οι χαμηλοί λιθόχτιστοι τοίχοι ήταν ασοβάτιστοι και άχριστοι (Floros)
[fr postmed άχριστος, cpd w. χριστός (: χρίω); cf ἐπίχριστος (Strabo +), περί- (Plut. +), νεόχριστος etc]
- not coated w. clay or plaster, unplastered (syn ανεπίχριστος, αχύλωτος 1):