Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχει
24 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχείλι το [axíli] Ο44 : (λαϊκότρ.) το χείλι: Σουφρώνει / κρεμάει τ΄ ~ του. αχειλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν.(;) αχείλιν < πληθ. τά χείλη του αρχ. χεῖλος, τό που θεωρήθηκε εν., με ανασυλλ. [ta-xili > t-axili] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχείλι s. χείλι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχειλία η [axilía] Ο25 : (ιατρ.) η εκ γενετής ολική ή μερική έλλειψη χειλιών.

[λόγ. άχειλ(ος) -ία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άχειλος -η -οxilos] Ε5 : 1.(ιατρ.) που πάσχει από αχειλία. || με υπερβολή, για κπ. που έχει πολύ λεπτά ή σχεδόν ανύπαρκτα χείλη. 2. Άχειλο τραύμα, που δεν έχει χείλος.

[λόγ. α- 1 χείλ(ος) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
αχείμαστος, επίθ.
  • Που δεν ταράζεται από τρικυμίες, ήρεμος, γαλήνιος:
    • αχείμαστος λιμήν (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 429).

[μτγν. επίθ. αχείμαστος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχειραγώγητος -η -ο [axiraγójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν χειραγωγήσει ή που δεν μπορούν να τον χειραγωγήσουν.

[λόγ. < ελνστ. ἀχειραγώγητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχειραγώγητος, -η, -ο [açiraγόyitos] (L)
  • not provided w. guidance or advice, unguided, undirected (syn ακαθοδήγητος, ακατεύθυντος, ant χειραγωγημένος)

[fr kath αχειραγώγητος ← PatrG ('obstinate'), K ('untamed'), cpd w. *χειραγωγητός (: χειραγωγῶ)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχειραφέτητος -η -ο [axirafétitos] Ε5 : που δεν έχει χειραφετηθεί, που δεν είναι χειραφετημένος: Aχειραφέτητη γυναίκα.

[λόγ. α- 1 χειραφετη- (χειραφετώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχειραφέτητος, -η, -ο [açirafétitos] (L)
  • not having been freed fr the authority, supervision, or influence of others, unemancipated (syn αχειράφετος, ant χειραφετημένος):
    • ~ δούλος |
    • αχειραφέτητη γυναίκα |
    • αχειραφέτητα ανήλικα [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1890 etc]) αχειραφέτητος, cpd w. *χειραφετητός (: χειραφετώ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχειράφετος, -η, -ο [açiráfetos] (L) = αχειραφέτητος
:
  • ο ~ ανήλικος έχει την κατοικία του πατέρα ή του επιτρόπου του (Christidis AK)
  • [fr kath (neol:
    • Koumanoudis

[1893, 1897]) αχειράφετος, cpd of privat. α- & χειράφετος, der of which is χειραφετ-ικός (Koumanoudis: 1887, 1896)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες