Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφεσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
άφεσις η.
  • 1) Συγχώρηση:
    • να έχουν … άφεσιν από τες αμαρτίες τους (Xρον. Mορ. H 492).
  • 2) Oικοσκευή, έπιπλα:
    • να λάβει … όλην την άφεσιν του οίκου (Aσσίζ. 14622).
  • 3) Eξοπλισμός πλοίου:
    • (Aσσίζ. 4714).

[αρχ. ουσ. άφεσις. H λ. και σήμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες