Παράλληλη αναζήτηση
86 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτεγκτα [áteŋgta] adv (L)
- inflexibly, rigidly, strictly (syn άκαμπτα, αλύγιστα, αυστηρά):
- η αναχρονιστική ιστορική ορθογραφία .. εφαρμόζεται ~ |
- παραπονείται για τη ζωή του, που 'ναι μονότονη, ρουτινιέρικη, ~ τυποποιημένη (Iatridi)
[der of άτεγκτος]
- inflexibly, rigidly, strictly (syn άκαμπτα, αλύγιστα, αυστηρά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτεγκτο [áteŋgto] το, (L)
- inflexibility, rigidity, sternness (syn ακαμψία 2, αλύγιστο 1):
- το σκληρό και το ~
[fr kath το άτεγκτον, substantiv. n of άτεγκτος]
- inflexibility, rigidity, sternness (syn ακαμψία 2, αλύγιστο 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτεγκτος -η -ο [áteŋgtos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν αισθάνεται λύπη ή οίκτο ώστε να υποχωρήσει, να καμφθεί, ανυποχώρητα ή άσπλαχνα σκληρός· αμείλικτος, ανελέητος: ~ κριτής / εκδικητής. Οι δικαστές δεν πρέπει να είναι πάντα άτεγκτοι και ψυχροί εφαρμοστές του νόμου. || Άτεγκτη δικαιοσύνη. ~ νόμος.
άτεγκτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄτεγκτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτεγκτος, -η, -ο [áteŋgtos] (L) (& D άτεχτος)
- ① inflexible, unbending, rigid, stiff (syn άκαμπτος 1, αλύγιστος2 1):
- το κρύο ατσάλι .. μάχονταν να ξαναβρεί το άτεγκτο σχήμα του, το σκληρό (Grigoris)
- ② fig firm, strict, stern, rigorous (syn αλύγιστος2 2, αμείλικτος 2, αυστηρός):
- ~ |
- ~ κανόνας, ορθολογισμός |
- άτεγκτη κατάκριση, λογική, ορθοδοξία, τεχνοτροπία, υπακοή |
- άτεγκτη κοινωνική ηθική |
- δογματικά άτεγκτες αρχές |
- έκαμε το ήθος των πρωτοπόρων του καπιταλισμού ακόμα πιο άτεγκτο, ασκητικό και αδίστακτο (Kanellop) |
- περιορίζει την άτεγκτη εφαρμογή του άριστου κοινωνικού συστήματος .. σε μια κατηγορία πολιτών (Despotop)
- ⓐ inflexible, unshakable, unyielding, adamant (syn άκαμπτος 2, ανένδοτος 1, ανυποχώρητος):
- άτεγκτη αρετή |
- πήρε άτεγκτη απόφαση |
- αν αναλάβουν να διορθώσουν την αδικία, δεν πρέπει να φανούμε άτεγκτοι |
- μαχητική και άτεγκτη προάσπιση των ελευθέρων θεσμών (Athanas) |
- ο ~ χαρακτήρας της .. δε δέχτηκε κανέναν συμβιβασμό (Louros) |
- έβλεπαν με κάποιο δέος την άτεγκτη υπηρεσιακή του στάση (Xydis)
- ③ implacable, uncompassionate, ruthless, harsh (syn αδυσώπητος, αλύπητος 2, αμείλικτος 1, άσπλαχνος):
- ~ |
- άτεγκτη αναγκαιότητα, ειμαρμένη, πραγματικότητα |
- οπισθοδρομικό και άτεγκτο καθεστώς |
- ο Λογιόλα .. συνδέεται με την άτεγκτη και σκληρή Iερή Eξέταση (Papatsonis) |
- λες και τον κυνηγούσε η συνείδησή του, άτεχνη Eρινύα (Proussis)
[fr kath άτεγκτος ← PatrG, K (also pap), AG ἄτεγκτος, cpd w. τεγκτός 'capable of being softened in water' (: τέγγω)]
- ① inflexible, unbending, rigid, stiff (syn άκαμπτος 1, αλύγιστος2 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατεζάριστος -η -ο [atezáristos] Ε5 : που δεν τον τεζάρισαν, που δεν τον τράβηξαν για να τεντωθεί: Aτεζάριστο σκοινί / πανί.
[α- 1 τεζαρισ- (τεζάρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατεζάριστος, -η, -ο [atezáristos]
- unstretched, not taut (syn ατέντωτος, ant τεζαρισμένος, τεντωμένος):
- ατεζάριστο πανί, σκοινί |
- ατεζάριστες κάλτσες
[cpd w. *τεζαριστός (: τεζάρω)]
- unstretched, not taut (syn ατέντωτος, ant τεζαρισμένος, τεντωμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατείχιστος -η -ο [atíxistos] Ε5 : που δεν τον περιτείχισαν, δεν τον οχύρωσαν με τείχος: H Λάμψακος ήταν μια από τις λίγες ατείχιστες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.
[λόγ. < αρχ. ἀτείχιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατείχιστος, -η, -ο [atí] (L)
- not surrounded or protected by walls, unfortified, unwalled (syn απεριτείχιστος, near-syn ανοχύρωτος):
- ~ |
- ατείχιστη πόλη |
- ατείχιστο χωριό |
- ο ζωγράφος .. είναι αδύνατο να είχε στο νου του την τοπογραφία της Ύδρας, ατείχιστης και δίχως μιναρέδες (Pallas) |
- ήταν οπίσθια πύλη και ατείχιστη, για να ημπορέσουν οι βυζαντίνοι υπερασπιστές να επιχειρήσουν έξοδο (Floros) |
- οι Σπαρτιάτες κατάστρεψαν και την Aστυπάλαια, η οποία όπως φαίνεται ήταν ατείχιστη (Varelas)
[fr kath ατείχιστος ← K (also pap), AG ἀτείχιστος]
- not surrounded or protected by walls, unfortified, unwalled (syn απεριτείχιστος, near-syn ανοχύρωτος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατεκμηρίωτος, -η, -ο [atekmiríotos] (L)
- unsubstantiated, uncorroborated, unsupported (syn ανυποστήρικτος 2, αστήριχτος 2, ant τεκμηριωμένος):
- ~ |
- ατεκμηρίωτη αντίληψη |
- ατεκμηρίωτο ρεπορτάζ, συμπέρασμα, υλικό |
- στην αυστηρή επιστημονική έρευνα .. τίποτε δεν επιτρέπεται να προσφέρεται αβασάνιστο και ατεκμηρίωτο (Panagiotop) |
- ούτε μια πληροφορία δεν δίδεται ατεκμηρίωτη, αλλά στηρίζεται σε μαρτυρίες ή σε κείμενα επιστολών (Papatsonis)
[fr kath (neol) ατεκμηρίωτος, cpd w. *τεκμηριωτός (: τεκμηριώ)]
- unsubstantiated, uncorroborated, unsupported (syn ανυποστήρικτος 2, αστήριχτος 2, ant τεκμηριωμένος):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατεκνεύ(γ)ω.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Xάνω τον απόγονο από πρόωρο τοκετό, αποβολή:
- τα γίδια σου δεν ατέκνεψαν (Πεντ. Γέν. XXXI 38).
- 2) Xάνω τα παιδιά μου:
- (αυτ. Γέν. XLIII 14).
- 1) Xάνω τον απόγονο από πρόωρο τοκετό, αποβολή:
- Β´ (Mτβ.) κάνω κάπ. άτεκνο:
- το αγρίμι … να ατεκνέψει εσάς (αυτ. Λευιτ. XXVI 22).
[<επίθ. άτεκνος + κατάλ. ‑εύω]
- Α´ Aμτβ.