Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπαξ [ápaks] : I.επίρρ. (λόγ.) μία φορά, μόνο μία φορά, συνήθ. στην έκφραση: ~ διά παντός, μια για πάντα, μια και καλή. || (φιλολ.) ~ λεγόμενο, για λέξη που απαντά μία και μόνη φορά. II. ~ και: 1. ως αιτιολογικός σύνδεσμος· αφού, εφόσον: ~ και δε θέλεις, δε σε πιέζω. ~ και το αποφασίσαμε δε χρειάζεται πλέον να το συζητάμε. 2. ως χρονικός σύνδεσμος· από τότε που: ~ και χάθηκε από την παρέα, δεν ξανακούσαμε γι΄ αυτόν τίποτε.
[Ι: λόγ. < αρχ. ἅπαξ· ΙΙ: λαϊκή χρήση κατά το μιας και]
[Λεξικό Κριαρά]
- άπαξ, σύνδ.
-
- Mια και, αφού:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 28r).
[αρχ. επίρρ. άπαξ. H λ. και σήμ.]
- Mια και, αφού:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαξ [ápaks] (L)
- ① adv one time, once (syn μια φορά):
- ~ της εβδομάδος, του έτους |
- με το μυθιστόρημα έχουμε μια κατάληξη, κάτι το οριστικό, το ~ δεδομένο (Terzakis)
- ⓐ phr ~ (και) διαπαντός once and for all (syn μια για πάντα):
- ενταφιάστε ~ διαπαντός το ζήτημα της εκπαίδευσής τους (Athanasiadis-N)
- ② conj ~ or ~ και as soon as, once (syn phr από τη στιγμή που, μια και, syn μόλις):
- ~ και πάρει μιαν απόφαση, δεν την αλλάζει με τίποτε |
- ~ την πιάσει η αϋπνία, την κυριεύει η σκέψη του γιου της (Petsalis) |
- ~ πετάξει ο λόγος, ένας θεός ξέρει πια την τύχη του (Papatsonis, adapted) |
- ~ και με μπλέξατε σε τέτοια δύσκολα ερωτήματα, έκατσα και ξημερώθηκα σκεπτόμενος (Psathas)
- ⓑ since, because (syn αφού, διότι):
- έκτοτε βγήκαν τα σιγίλλια να μην πατάει άλλη γυναίκα στον Άθωνα, ~ και πάτησεν η Παναγία (Papatsonis) |
- ~ και τον χαρακτήρισαν επικίνδυνο, δεν έχει ελπίδα (Samarakis, adapted) |
- έχει μπόλικο ψάρι σήμερις, ~ και δεν ψαρεύεται συχνά ο τόπος (Zappas)
[fr kath άπαξ ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① adv one time, once (syn μια φορά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαξ λεγόμενο [ápaks leγómeno] το, (& άπαξ λεγόμενον) (L) philol
- word or word form attested only once, hapax legomenon, hapax
[fr kath άπαξ λεγόμενον ← K]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαξάπαντες [apaksápandes] Ε (μόνο στην ονομ. και αιτ. πληθ.) : (ειρ.) όλοι ανεξαιρέτως: Nα έρθετε ~.
[λόγ. < αρχ. ἁπαξάπαντες]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξάπαντες [apaksápandes] (L)
- ① adj pl all without exception, all together:
- οι Έλληνες ~ υποδέχονται τον βασιλέα (Petsalis)
- ② all, everyone:
- όταν ο ταβερνιάρης πέταξε ~ στο δρόμο, ~ ήσαν τούντζι (Karagatsis)
[fr kath απαξάπας ← MG (also pap) ← K, AG]
- ① adj pl all without exception, all together:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαξία η [apaksía] Ο25α : (φιλοσ.) έλλειψη, απουσία ηθικών κυρίως ή αισθητικών αξιών: H επίγνωση της απαξίας μας.
[λόγ. < ελνστ. ἀπαξία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαξία [apaksía] η, (L)
- lack of value or worth, worthlessness, demerit (ant αξία 2b):
- η αξία ή η ~ ενός γεγονότος, ενός προσώπου, ενός συγγραφέα |
- η διδακτική ~ του έργου επαληθεύεται συνεχώς |
- τακτοποιημένη και συμμαζεμένη, η σειρά αυτή των πεζογραφημάτων μπορεί να δώσει αισθητότερα την αξίαν ή την ~ της (Palam, adapted)
- ⓐ undesirable quality, demerit:
- η ηθική ~ της ιδιοτέλειας |
- δεν είναι ο φόνος που έχει αξία καθαυτόν, απεναντίας είναι ~ (Tsatsos) |
- η γενοκτονία καταδικάζεται ως βάρβαρη, δηλαδή ως φορέας ηθικής απαξίας (Papanoutsos)
- ⓑ philos etc the opposite of a value, negative value (ant αξία 3):
- αισθητική ~ |
- κριτήριο αξίας και απαξίας |
- κατάλογος αξιών και απαξιών |
- αξιολογική κρίση είναι η απόφανση περί της αποδινόμενης σ' ένα αντικείμενο αξίας ή απαξίας (Papanoutsos)
[fr kath απαξία ← K, AG]
- lack of value or worth, worthlessness, demerit (ant αξία 2b):
[Λεξικό Κριαρά]
- απαξιμάδι(ο)ν το,
- βλ. παξιμάδιν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαξιώ [apaksió] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) β' εν. απαξιοίς, γ' απαξιοί, β' πληθ. απαξιοίτε : (λόγ.) απαξιώνω: ~ να σου απαντήσω.
[λόγ. < αρχ. ἀπαξιῶ]