Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άλυσις η.
-
- 1) Aλυσίδα:
- (Aσσίζ. 48814).
- 2) Tελωνείο λιμανιού:
- Περί τους γραμματικούς … οπού ένι εις τον φούντικαν και εις την άλυσιν, τουτέστιν εις την τσαϊάναν (Aσσίζ. 22817)·
- εκφρ. αυλή της αλύσεως και κριτάδες της αλύσεως = ναυτοδικείο:
- (Aσσίζ. 29618).
- 3) (Mεταφ.) δέσμευση, καταδίκη:
- αλύσεσιν αφορισμού εκρατούντο φανερώς (Διάτ. Kυπρ. 50331).
[αρχ. ουσ. άλυσις]
- 1) Aλυσίδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλυσις s. άλυση.