Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιταλιάνικος, επίθ.
-
- Ιταλικός:
- ιταλιάνικης γλώσσης (Ροδινός 203).
[<εθν. Ιταλιάνος + κατάλ. ‑ικος. Επίρρ. ‑ικα στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Ιταλικός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταλιάνικος -η -ο [italánikos] Ε5 : (προφ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στους Iταλούς ή στην Iταλία· (πρβ. ιταλικός): Mιλούσε με ιταλιάνικη προφορά.
[Iταλιάν(ος) -ικος < ιταλ. Italiano -ς]
[Λεξικό Κριαρά]
- Ιταλιάνος ο· ’Ταλιάνος.
-
- Ιταλός:
- Ανδρείον τε κι ευγενικόν και άξιον ’Ταλιάνον (Κορων., Μπούας 137).
[<ιταλ. Italiano. Η λ. στο Du Cange (‑οι) και σήμ.]
- Ιταλός: