Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Γιγάντιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιγάντιος -α -ο [jiγándios] Ε6 : που οι διαστάσεις του ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο· γιγαντιαίος: Γιγάντιο οικοδόμημα. Γιγάντια πετρελαιοκηλίδα. || που παρουσιάζει δυνατότητες, ιδιότητες ή χαρακτηριστικά κατά πολύ μεγαλύτερα του μέσου όρου: Γιγάντια προσπάθεια, τιτάνια.

[λόγ. < ελνστ. γιγάντιος & γιγάντειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες