Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γιγάντιος -α -ο [jiγándios] Ε6 : που οι διαστάσεις του ξεπερνούν κατά πολύ το μέσο όρο· γιγαντιαίος: Γιγάντιο οικοδόμημα. Γιγάντια πετρελαιοκηλίδα. || που παρουσιάζει δυνατότητες, ιδιότητες ή χαρακτηριστικά κατά πολύ μεγαλύτερα του μέσου όρου: Γιγάντια προσπάθεια, τιτάνια.
[λόγ. < ελνστ. γιγάντιος & γιγάντειος]