Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαβυλωνία η [vavilonía] Ο25 : η κατάσταση που δημιουργείται, όταν πολλά άτομα μιλούν συγχρόνως και δυνατά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνεννοηθούν· χάβρα: Φώναζαν όλοι μαζί κι έγινε ~.
[λόγ. < ιταλ. Babilonia (στη νεότ. σημ.) < λατ. Babilonia με βάση το ελνστ. Βαβυλών `σύγχυση΄, αρχ. Βαβυλωνία `η χώρα της Βαβυλώνας΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαβυλωνιακός -ή -ό [vaviloniakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Bαβυλώνα, στη Bαβυλωνία ή στους Bαβυλωνίους: Bαβυλωνιακή θρησκεία.
[λόγ. < αρχ. Bαβυλωνιακός]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβυλωνικός, επίθ.
-
- Που σχετίζεται με τη Βαβυλώνα, βαβυλωνιακός:
- βαβυλωνικήν γλώσσαν (Κύριλλ. Κων/π. 373).
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = η γλώσσα των Βαβυλωνίων:
- εις την Βαβυλώνα … ο Δανιήλ έγραφε βαβυλωνικά (αυτ. 373).
[<τοπων. Βαβυλών + κατάλ. ‑ικός. Η λ. τον 4. αι. (DGE, L‑S Suppl.· βλ. και LBG)]
- Που σχετίζεται με τη Βαβυλώνα, βαβυλωνιακός:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβυλώνιος, επίθ.
-
- Που ανήκει στη Βαβυλώνα:
- βαβυλώνια τείχη (Δούκ. 30912).
- Ως εθν. = ο κάτοικος της Βαβυλώνας:
- (αυτ. 32920‑1).
[αρχ. επίθ. βαβυλώνιος. Η λ. και σήμ.]
- Που ανήκει στη Βαβυλώνα:
[Λεξικό Κριαρά]
- Βαβυλωνίτης ο.
-
- Ο κάτοικος της Βαβυλώνας:
- (Διήγ. Αλ. G 27137).
[<τοπων. Βαβυλώνα + κατάλ. ‑ίτης]
- Ο κάτοικος της Βαβυλώνας: