Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ραβδούχος ο [ravδúxos] Ο18 : αυτός που κρατά ράβδο: Ραβδούχοι συνόδευαν τον άρχοντα. || (ιστ.) στην αρχαία Aθήνα, αξιωματούχος επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξης.
[λόγ. < αρχ. ῥαβδοῦχος]